Η Νικό Άννα Μανιάτη για το νέο της βιβλίο
΄΄Μα γεννήθηκε στο μυαλό μου και μπήκε στο χαρτί πριν τέσσερα χρόνια. Ένα μικρό απόσπασμα που δεν προδίδει την πλοκή και εξέλιξη του βιβλίου, μόνο αγγίζει ανάλαφρα μια κατάσταση του ήρωα.
Το στροβίλισμα, αργό, ανάερο, συνεχιζόταν μέσα στο βαθύ σκοτάδι. Μετέωρος, χωρίς βάρος, χωρίς υπόσταση, στριφογύριζε μαζί του, παρασερνόταν, μα έμοιαζε να μένει ακίνητος ταυτόχρονα. Δεν είχε αρχή ούτε τέλος. Ήταν γύρω του, τον περιέβαλλε, κι’ αυτός κινιόταν με το ρυθμό του, ήταν κομμάτι του. Πού τον οδηγούσε;
Και ξαφνικά δεν ήταν μόνος. Άυλες, αχνές μορφές τον προσπερνούσαν σιωπηλά. Κάτι δυνατό τις τραβούσε. Κάτι που δεν έβλεπε και δεν ένιωθε αυτός. Περνούσαν δίπλα του βιαστικά, σαν πνοή αέρα που δεν ένιωθε. Διάφανες, ακαθόριστες, σιωπηλές.
Να μπορούσε να τις ακολουθούσε! Μα ο δικός του ρυθμός δεν άλλαζε! Το αργό του στροβίλισμα συνεχιζόταν χωρίς σκοπό. Από πού έρχονταν αυτές οι φωτεινές σκιές; Πού πήγαιναν τόσο βιαστικά; Ένιωθε την αύρα τους στο πέρασμα τους δίπλα του και γύρω του, αισθανόταν την γαλήνη τους, την αγαλλίαση που εξέπεμπαν.
Τον προσπερνούσαν σαν να μην υπήρχε. Μα αυτός ήξερε ότι ήταν εκεί. Ένα μικροσκοπικό μόριο μέσα στο ατέλειωτο χάος που τον τύλιγε και τον παράσερνε. Αθέατος σ’ αυτές τις μορφές που ταξίδευαν γύρω του με κάποιο σκοπό.
Πού να πήγαιναν άραγε αυτές οι μορφές; Και γιατί δεν τον έβλεπαν; Πού πήγαινε ο ίδιος;
Κανένα συναίσθημα. Ούτε φόβος, ούτε αγαλλίαση. Συνέχιζε να αιωρείται μετέωρος στο σκοτάδι που τον παράσερνε αργά.
Αισθάνεται τίποτα κάτι, που δεν έχει υπόσταση;
Ν.Α.Μ
ΤΟ ΤΡΕΙΛΕΡ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΕΔΩ
΄΄Μα γεννήθηκε στο μυαλό μου και μπήκε στο χαρτί πριν τέσσερα χρόνια. Ένα μικρό απόσπασμα που δεν προδίδει την πλοκή και εξέλιξη του βιβλίου, μόνο αγγίζει ανάλαφρα μια κατάσταση του ήρωα.
Το στροβίλισμα, αργό, ανάερο, συνεχιζόταν μέσα στο βαθύ σκοτάδι. Μετέωρος, χωρίς βάρος, χωρίς υπόσταση, στριφογύριζε μαζί του, παρασερνόταν, μα έμοιαζε να μένει ακίνητος ταυτόχρονα. Δεν είχε αρχή ούτε τέλος. Ήταν γύρω του, τον περιέβαλλε, κι’ αυτός κινιόταν με το ρυθμό του, ήταν κομμάτι του. Πού τον οδηγούσε;
Και ξαφνικά δεν ήταν μόνος. Άυλες, αχνές μορφές τον προσπερνούσαν σιωπηλά. Κάτι δυνατό τις τραβούσε. Κάτι που δεν έβλεπε και δεν ένιωθε αυτός. Περνούσαν δίπλα του βιαστικά, σαν πνοή αέρα που δεν ένιωθε. Διάφανες, ακαθόριστες, σιωπηλές.
Να μπορούσε να τις ακολουθούσε! Μα ο δικός του ρυθμός δεν άλλαζε! Το αργό του στροβίλισμα συνεχιζόταν χωρίς σκοπό. Από πού έρχονταν αυτές οι φωτεινές σκιές; Πού πήγαιναν τόσο βιαστικά; Ένιωθε την αύρα τους στο πέρασμα τους δίπλα του και γύρω του, αισθανόταν την γαλήνη τους, την αγαλλίαση που εξέπεμπαν.
Τον προσπερνούσαν σαν να μην υπήρχε. Μα αυτός ήξερε ότι ήταν εκεί. Ένα μικροσκοπικό μόριο μέσα στο ατέλειωτο χάος που τον τύλιγε και τον παράσερνε. Αθέατος σ’ αυτές τις μορφές που ταξίδευαν γύρω του με κάποιο σκοπό.
Πού να πήγαιναν άραγε αυτές οι μορφές; Και γιατί δεν τον έβλεπαν; Πού πήγαινε ο ίδιος;
Κανένα συναίσθημα. Ούτε φόβος, ούτε αγαλλίαση. Συνέχιζε να αιωρείται μετέωρος στο σκοτάδι που τον παράσερνε αργά.
Αισθάνεται τίποτα κάτι, που δεν έχει υπόσταση;
Ν.Α.Μ
ΤΟ ΤΡΕΙΛΕΡ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΕΔΩ